πυλευρός

πυλευρός
πῠλευρός, ,= foreg., Hsch.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πυλευρός — ὁ, Α βλ. πυλωρός …   Dictionary of Greek

  • πυλευρόν — πυλευρός masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυλωρός — (Ανατ.). Το τελικό τμήμα του στομάχου, που συνεχίζεται με τον δωδεκαδάκτυλο. Αντίστοιχα προς τον π. η μυϊκή στιβάδα του τοιχώματος του στομάχου είναι πιο πυκνή και σχηματίζει έναν μυϊκό δακτύλιο, τον πυλωρικό σφιγκτήρα, που, λειτουργώντας σαν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”